- (αι)μοβόρος
- (αι)μοβόρος, -α, -ο και -ικοαυτός που «τρώει» αίμα, κακούργος: Είχε τη φήμη ανθρώπου κακού, αιμοβόρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοβόρος — α, ο και ικο αιμοβόρος. επίρρ... μοβόρικα με μοβόρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμοβόρος, με σίγηση τού αρκτικού άτονου αι (πρβλ. ματώνω < αἱματώνω)] … Dictionary of Greek
θυμοβόρος — θῡμοβόρος , θυμοβόρος eating the heart masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)